- ανάπαυλα
- η (Α ἀνάπαυλα) [ἀναπαύω]προσωρινή διακοπή εργασίας για ανάπαυση, ξεκούρασημσν.καταφυγή, παρηγοριάαρχ.1. ανακούφιση από κάτι, απαλλαγή2. τόπος για ανάπαυση, αναπαυτήριο, πανδοχείο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνάπαυλα — repose fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάπαυλα — η μικρό σταμάτημα της δουλειάς, διάλειμμα, ξεκούρασμα: Μήνες τώρα δούλευε χωρίς ανάπαυλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀναπαύλας — ἀναπαύλᾱς , ἀνάπαυλα repose fem acc pl ἀναπαύλᾱς , ἀνάπαυλα repose fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀνάπαυλα — ἀνάπαυλα , ἀνάπαυλα repose fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπαύλαις — ἀνάπαυλα repose fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπαύλης — ἀνάπαυλα repose fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπαύλῃ — ἀνάπαυλα repose fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάπαυλαι — ἀνάπαυλα repose fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάπαυλαν — ἀνάπαυλα repose fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάλειμμα — το (AM διάλειμμα, ατος) [διαλείπω] (για χρόνο) προσωρινή παύση, προσωρινή διακοπή, ανάπαυλα νεοελλ. 1. (για σχολεία) διακοπή, ανάπαυλα ανάμεσα σε δύο μαθήματα 2. (σε θέατρο) χρονικό διάστημα ανάμεσα σε δύο πράξεις 3. φρ. «κατά διαλείμματα» με… … Dictionary of Greek